-
1 ἐρέσσω
ἐρέσσω, Plu.2.1128c, Pomp.73, Cic.47, rarely [suff] ἐρεό-ττω, Luc.Cont.I, al. (earlier ἐλαύνω): [dialect] Ep. [tense] impf.Aἔρεσσον Od.11.78
: [tense] aor.ἤρεσα A.R. 1.1110
, ([etym.] δι-) Od.12.444, ἤρεσσα ([etym.] δι-) 14.351 : ([etym.] ἐρέτης):—row,ἄνδρας ἐρεσσέμεναι μεμαῶτας Il.9.361
;οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον Od.9.490
, 12.194 ;ἐρετμόν, τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον 11.78
;πομπίμοις κώπαις ἐ. S. Tr. 561
;ἤρεσαν ἐς λιμένα A.R.1.1110
; of birds flying,πτεροῖς ἐ. E.IT 289
: abs., Id. Ion 161 (lyr.); [ ναυτίλος]οὖλος ἐρέσσων ποσσίν Call.Epigr.6.5
.II trans., speed by rowing: metaph., γόων..ἐρέσσετ'.. πόμπιμον χεροῖν πίτυλον ply with your hands the measured stroke of lamentation, A.Th. 855 (cf.ἔρεσσ' ἔρεσσε καὶ στέναζ' Id.Pers. 1046
):—[voice] Pass., ναῦς ἠρέσσετο ib. 422, cf. Supp. 723, A.R.1.633 ; of birds,πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι A.Ag.52
.2 generally, put in quick motion, ply, (anap.), AP10.22 ([place name] Bianor); γεωτόμον ὅπλον ib.101 (Id.): metaph.,τοίας ἐρέσσουσιν ἀπειλὰς.. καθ' ἡμῶν S.Aj. 251
(lyr.);ἐ. μῆτιν Id.Ant. 158
(anap.):—[voice] Pass., of a bow, to be plied, handled, Id.Ph. 1135 (lyr.); of Io, driven onward,A.
Supp. 541 (lyr.). -
2 προπίπτω
A fall or throw oneself forward, as in rowing,προπεσόντες ἔρεσσον Od.9.490
, 12.194;π. ἡ κοιλία εἰς τὸ στόμα Arist.HA 507a29
; of suppliants, fall prostrate, E. Supp.63 (lyr.); fall first, in battle, Plb.1.58.8.2 metaph., rush headlong, Hyp.Fr. 161; εἰς ἄκαιρον γέλωτα, εἰς κίνδυνον, D.S.13.83, 20.88; to be precipitate, come to a hasty decision, OGI315.56(Epist.Attali, ii B.C.): c. inf.,π. πλημμελῆσαι M.Ant.1.17
: abs., form a hasty judgement, Stoic term, Chrysipp.Stoic.2.291;π. πρὸ καταλήψεως Stoic.3.147
, cf. Arr.Epict. 2.1.10, etc.; make a slip of the tongue,κἂν-πέσωσιν.. τάχιστα διορθοῦσθαι Phld.Rh.1.186S.
III move forwards, advance before the rest, Plb.1.20.15; οἱ προπίπτοντες, opp. οἱ ἀναχωροῦντες, Id.28.3.4; project, of a hill,προπεπτωκυῖα ὀφρύς Id.7.17.1
; of an animal's snout,ῥύγχη προπέπτωκε Str.17.3.4
;- πεπτωκότες τοῖς μετώποις Id.11.11.8
; τὸ προπῖπτον [τοῦ δόρατος] the projecting part, Ascl.Tact.5.1: c. gen., project beyond,τὰ μέσα.. προπέπτωκε τῶν κεράτων Plb.3.115.7
, etc.;κλῖμαξ π. τῶν ἐμβόλων Id.8.4.4
;ἡ σάρισσα δέκα πήχεις π. πρὸ τῶν σωμάτων Id.18.29.4
;ἡ ἄκρα ἔξω τῶν στηλῶν π. Str.2.5.33
.2 Medic., of prolapse,ἕδρα -πεσοῦσα Dsc.2.164
;μήτρα προπίπτει Sor. 2.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπίπτω
См. также в других словарях:
προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς … Dictionary of Greek